- τίς
- τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α(ερωτ. αντων.)1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.)2. (το ουδ.) τί(ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που είναι!» γ. «τί στενή ή πύλη και τεθλιμμένη ἡ ὁδός», ΚΔ)3. (το ουδ. ως επίρρ.) γιατί, πώς (α. «τί ήρθες τώρα;» β. «τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. (το ουδ.) α) (ως μονολεκτική ερώτηση) τί είπες, τί θέλεις;β) (με ουσ.) ποιας λογής, ποιου είδους; («τί άνθρωπος είναι,»)γ) ποιο πράγμα, ποιο θέμα, ποιο ζήτημα; («τί σέ απασχολεί;»)δ) ότι, πως («μάς είπαν τί είσαι η όμορφη, είσαι η καμαροφρύδα», δημ. τραγούδι)ε) διότι, γιατί («αϊτέ, πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο κάμπος», Κρυστ.)στ) πόσος, πόσο πολύς, πόσο μεγάλος; (α. «τί θα πάρεις από αυτήν τη δουλειά;» β. «τί προίκα δίνει;»)2. φρ. α) «κατά τί;» ή «σε τί;» — σε ποιο βαθμό, πόσο («κατά τί θα μάς ωφελήσει;»)β) «προς τί;» — για ποιό λόγο, για ποιο σκοπό; («προς τί όλα αυτά;»)γ) «τί μ' αυτό;» ή «τί με τούτο;» — ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό;δ) «τί κάνεις;» — πώς είσαι;ε) «τί μέ μέλει [ή ενδιαφέρει ή νοιάζει];» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει αδιαφορίαστ) «τί το όφελος;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια, κανένα κέρδος ή, γενικά, κανένα θετικό αποτέλεσμαζ) «τί ανάγκη έχει;» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος δεν έχει καμία ανάγκη, ότι δεν χρειάζεται τίποτε από κανένανη) «το [ή τα] τί» — τα όσα («το τί τού κάνει, δεν λέγεται»)θ) «τίς ει;»στρ. (ως προειδοποίηση-ερώτημα σκοπού) ποιος είσαι;αρχ.Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (στον εν.)1. (ονομ.) σπάν. ιων. και δωρ. τ. τέος2. γεν. επικ. και ιων. τ. τέο και τεῡ, ποιητ. και αττ. τ. τοῡ, ποιητ. και ιων. και αττ. τ. τίνος, δωρ. τ. τέου3. δοτ. ιων. τ. τέῳ, και αττ. τ. τῷ, αιολ. τ. τίῳ και τίνι4. (αιτ.) αρσ. και θηλ. τίνα και σπάν. τ. τέος, ουδ. τί- Β. στον πληθ.1. (ονομ.) αρσ. και θηλ. τίνες, ουδ. τίνα2. γεν. επικ. τ. τέων, ποιητ. και αττ. τ. τίνων3. δοτ. τίσι και τοῑσι, ιων. τ. τέοισι, αιολ. τ. τίοισι και τίοις4. (αιτ.) αρσ. και θηλ. τίνας, ουδ. τίνα, βοιωτ. τ. τά, στα Μέγαρα σάII. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. με κύρια ονόματα για να δηλώσει θαυμασμό («τίς ἆρα Κύπρις ἤ τίς Ἵμερος;», Σοφ.)2. με ευκτική για να δηλώσει έντονη αμφιβολία («τίς δὲ κε τόξα τιταίνοιτ';», Ομ. Οδ.)3. (με διάφορα μόρια) α) τίς δέ; για να εκφράσει ανυπομονησίαβ) τίς δή; και τίς δῆτα;ποιος λοιπόν;γ) τίς ποτε;ποιος άραγε;δ) τί γάρ;πώς αλλιώς, γιατί όχι;ε) τί δέ;χρησιμοποιείται για γρήγορη μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλοστ) τί δὲ εἰαλλά τί εάνζ) τί δή; και τί δὲ δή; και τί δή ποτε;(ως έκφραση έντονης έκπληξης) γιατί άραγε ή τί εννοείς;η) τί δῆτα;πώς παρακαλώ;θ) τί μήν;γιατί όχι, δηλαδή βεβαίως, μάλισται) τί νυ; γιατί λοιπόνια) τί δ' οὐ(ως καταφατική απόκριση) πώς όχι;ιβ) τί οὖν;πώς λοιπόν;4. (με διάφορους συνδέσμους) α) τί ὅτι;πώς συμβαίνει να...;β) ἵνα τί;για ποιο λόγο;5. (με διάφορες προθέσεις) α) διὰ τί;για ποιον λόγο, γιατί;β) ἐκ τίνος; για ποια αιτία;γ) ἐς τί;i) μέχρι ποιο σημείο, ώς πότε;ii) για ποιον σκοπό;δ) κατὰ τί;για ποιον σκοπό;6. (σε πλάγ. ερώτ.) αντί τού ὅστις («εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι», Ομ. Οδ.)7. αντί τού ὅς, ὅσπερ («τίνα με ὑπονοεῑται εἶναι, οὐκ εἰμὶ ἐγώ», ΚΔ)8. αντί τού πότερος («τί ἐστὶν εὐκοπώτερον εἰπεῑν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἤ...», ΚΔ)9. αντί τού ποῑος («τί γὰρ ἤ Λαβδακίδαις ἤ τῷ Πολύβου νεῑκος ἔκειτ'», Σοφ.)10. φρ. α) «τίς δ' οὗτος ἔρχεαι;» — ποιος είσαι εσύ που έρχεσαι;β) «τί ἐμοὶ καὶ σοί;» — τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σένα;γ) «τίς ἄν...;» — πώς αν...;.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η ερωτηματική αντων. τίς, τί όσο και η αόριστη αντων. τις, τι ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκό θέμα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (πρβλ. λατ. quis και θεσσ. τ. κις) που έπαιζε τον διπλό ρόλο τής αόριστης (όταν ήταν εγκλιτικό) και τής ερωτηματικής (όταν τονιζόταν) αντωνυμίας. Το θέμα αυτό είχε δύο μορφές: *kwi και *kwe/o-. To θέμα που μαρτυρείται πιο συχνά είναι το σε -i. Στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός φθόγγος τής Ινδοευρωπαϊκής αποδόθηκε κανονικά με οδοντικό σύμφωνο -τ- πριν από φωνήεν -ι- και -ε-, οπότε στην ονομ. εν. έχουμε τ. τίς, τί που συνδέονται με τα: λατ. quis, quid, χεττιτ. kuiš, kuit, αρχ. ινδ. cit, αβεστ. či-š, αρχ. σλαβ. ci-(to). Στην αιτ. εν. ο αμάρτυρος αρχικός τ. *τίν (πρβλ. χεττιτ. kuin, αβεστ. čim, λατ. quern) συμπληρώθηκε με ληκτικό -α, για να δηλωθεί καλύτερα η πτώση (πρβλ. ἕν-α και Ζῆν: Ζῆνα). Με βάση την αιτ. τίνα, τής οποίας το -ν- θεωρήθηκε ότι ανήκει στο θέμα, αναπλάστηκε όλο το κλιτικό σύστημα στην αττ. διάλ: γεν. τίνος, δοτ. τίνι, ενώ η δοτ. πληθ. τίσι θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχικός τ. από το θ. σε *-i. Η παλαιά ονομ.-αιτ. πληθ. τού ουδετέρου μαρτυρείται στο μεγαρικό σά και στο βοιωτ. τά (αντί τού αττ. τ. τίνα) και ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σσα (< ΙΕ θ. *kwyә2-, πρβλ. λατ. quia). Οι αόριστοι τ. τής ιων. ἄσσα και τής αττ. ἄττα, εξάλλου, οφείλονται στη λανθασμένη αντίληψη —εξαιτίας τού αναφορικού ἅσσα, παράλληλου τ. τού ἅτινα— ότι η συνεκφορά τής φρ. «ὁπποῖά σσα» αποδίδει το ὁποῖ ἄσσα. Παράλληλα, ωστόσο, με τους τ. τού θ. σε *-i, μαρτυρούνται στις πλάγιες πτώσεις (οι τ. τής ονομ. τής ιων. και δωρ. τέος/τεός είναι σπάνιοι) και τ. με θ. σε *-e/o, όπως η γεν. εν. ομηρ. τέο, που σχηματίστηκε με κατάλ. *-s(y)o, χαρακτηριστική τού αντωνυμικού συστήματος (πρβλ. αρχ. ινδ. kasya λατ. cuius, αρχ. σλαβ. česo, αρχ. άνω γερμ. hwes). Ο τ. τέο με συναίρεση έδωσε τον ιων. τ. τεῦ και τον αττ. τ. τοῦ. Με βάση, επίσης, τον τ. τέο σχηματίστηκαν στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οι τ. τής δοτικής τέῳ και τῳ και στην αττ. τῷ. Στον πληθ. αριθμό μαρτυρείται γεν. τέων και δοτ. τοῖσι, που έχει διορθωθεί σε τέοισι. Με βάση το θ. τε- σχηματίστηκε στην ιων. διάλ. γεν. εν. τέου ενώ η λεσβ. παρέχει τούς τ. τίῳ και τίοισι, που αναπλάστηκαν πιθ. με βάση το τίς. Στον Όμηρο, τέλος, μαρτυρείται πιο συχνά στις πλάγιες πτώσεις εν. και πληθ. το θ. σε *-e/o παρά το θ. σε *-i].
Dictionary of Greek. 2013.